Δεν υπάρχει επιστροφή… Το τρένο τρέχει όλο και πιο γρήγορα. Μέσα στο έρημο βαγόνι, ακούς το τέμπο του που επιταχύνει. Κι αλλάζει του ήχου η χροιά. «Ποιον νοιάζει;», αναρωτιέσαι. Ύστερα, είσαι ένα κομμάτι της μηχανής. Ένα οδοντωτό εξάρτημα, φαγωμένο. Και, σάμπως δεν ήσουν φτιάξη γερή, από σίδερο; Όμως, να που τα κατάφεραν… Σού ξερίζωσαν τα δόντια. Ένα-ένα…
Δεν υπάρχει και πηγαιμός… Τυχαία το πήρες το τρένο. Χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Καμώθηκες βέβαια ότι κάπου πηγαίνεις. Δεν θα καταδεχόσουν να σε λυπούνται. Ή να σε περάσουν για τρελό. Τους τρελούς τους γνώρισες. Ο κίνδυνος δεν είναι μεγάλος – το ξέρεις. Θα σε ντύνουν, θα σε πλένουν, θα σε ταΐζουν. Οι τρελοί τα έχουν τετρακόσια. Αλίμονο απ’ τους γνωστικούς σαν εσένα…
Τελικά – χα, «τελικά» – δεν υπάρχει ούτε μέση. Ταξίδι, δηλαδή… Πήδηξες ήδη απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ανεμίζουν τα πέπλα σου. Μα, τι είσαι ντυμένος; Νυφούλα; Εσύ, ένας άντρας; Να πούνε οι νεκροθάφτες πως αρνήθηκες το φύλο σου; Το πρόδωσες; Αυτό επιδιώκεις; Να γίνεις η νυφούλα των στίχων σου; Κλαις, ε; Μάγκα μου, είναι αργά πια για δάκρυα. Την έκανες τώρα. Άντε γεια…
Δεν υπάρχει και πηγαιμός… Τυχαία το πήρες το τρένο. Χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Καμώθηκες βέβαια ότι κάπου πηγαίνεις. Δεν θα καταδεχόσουν να σε λυπούνται. Ή να σε περάσουν για τρελό. Τους τρελούς τους γνώρισες. Ο κίνδυνος δεν είναι μεγάλος – το ξέρεις. Θα σε ντύνουν, θα σε πλένουν, θα σε ταΐζουν. Οι τρελοί τα έχουν τετρακόσια. Αλίμονο απ’ τους γνωστικούς σαν εσένα…
Τελικά – χα, «τελικά» – δεν υπάρχει ούτε μέση. Ταξίδι, δηλαδή… Πήδηξες ήδη απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ανεμίζουν τα πέπλα σου. Μα, τι είσαι ντυμένος; Νυφούλα; Εσύ, ένας άντρας; Να πούνε οι νεκροθάφτες πως αρνήθηκες το φύλο σου; Το πρόδωσες; Αυτό επιδιώκεις; Να γίνεις η νυφούλα των στίχων σου; Κλαις, ε; Μάγκα μου, είναι αργά πια για δάκρυα. Την έκανες τώρα. Άντε γεια…